- ἕκμηνος
- ἕκμηνοςof six monthsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκμηνος — ἔκμηνος, ον (Α) 1. εξάμηνος, εξαμηνιαίος 2. ηλικίας έξι μηνών 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔκμηνον το εξάμηνο … Dictionary of Greek
ἕκμηνον — ἕκμηνος of six months masc/fem acc sg ἕκμηνος of six months neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκμήνου — ἕκμηνος of six months masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκμήνους — ἕκμηνος of six months masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκμήνῳ — ἕκμηνος of six months masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek